- περίοπτος
- -η, -ο / περίοπτος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που φαίνεται απ' όλες τις πλευρές, ο ορατός από παντού (α. «περίοπτη θέση» β. «περίοπτο γλυπτό»)2. περίβλεπτος, αξιοθαύμαστοςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίοπταοι τόποι που έχουν θέα, τα υψηλά.επίρρ...περιόπτως Αένδοξα, αξιοθαύμαστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ὀπτός, ρηματ. επίθ. τού ὁρῶ (πρβλ. όπωπα)].
Dictionary of Greek. 2013.